Punchline.gr

View Original

Ο χωρισμός του Αϊνστάιν. "Άλμπερτ χρειάζομαι λίγο χωροχρόνο".

Ήταν Τετάρτη. Μήπως ήταν Τρίτη; Όχι... Σάββατο. Ναι.

Ήταν, λοιπόν, Δευτέρα 69 Ιουλίου, το σωτήριο έτος της Μαϊμούς. Ο Αλβέρτος ο Αϊνστάιν βρισκόταν με την γυναίκα-ξαδέρφη του σε διακοπές στην Σαντορίνη. Σε μια κάμερα του ΣΤΑΡ που τον πέτυχε στα σοκάκια, είπε ότι ως τότε στην Ελλάδα του άρεσαν τα αξιοθέατα, η θεοκρατία και τα σουβλάκια μας. Ναι. Σουβλάκια. Το είπε και ο Αλβέρτος. Σουβλάκια. Το καλαμάκι είναι κούφιο βλάκες #διαδώστε.

Ήρθε στην Ελλάδα με την γυναίκα για να ξεσκάσει. Είχε κουραστεί τόσο καιρό σπίτι-γραφείο-μανιτάρια-επιστημονική επανάσταση και αλλαγή της ιστορίας της ανθρωπότητας-σπίτι. Η γυναίκα του, από την άλλη, δεν ήθελε να πάει στην Σαντορίνη. Ήθελε να πάει στα λουτρά Πόζαρ που θα πήγαιναν και τα “κορίτσια” με τον σύλλογο (αν δεν έχετε πάει λουτρά, να πάτε. Απλώς, μην πάτε με αιδοίο γιατί θα σας σηκωθεί και δεν θα μπορείτε να βγείτε γιατί τριγύρω έχει παιδάκια). Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, υπήρχε μια τριβή στο ζευγάρι από την αρχή των διακοπών.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν την μέρα που έπαιρναν το πλοίο από Πειραιά. Ο Αλβέρτος, ως γνωστός Παναθηναϊκός, περνώντας έξω από το γήπεδο του Ολυμπιακού, έκανε κωλοδάχτυλα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον δουν φίλοι του Ολυμπιακού και να αρχίσουν να τους κυνηγάνε. Η γυναίκα του κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή.

Όταν κατάφεραν να ξεφύγουν του είπε:

“Αλήθεια; Κωλοδάχτυλα. Τι είσαι; Πέντε χρονών;”

“ΘΥΡΑ 13, ΡΕ ΜΟΥΝΙ”.

Το οποίο μετάνιωσε κατευθείαν, καθώς δεχόταν την αναμενόμενη κλωτσιά στα αρχίδια.

Μαρίκα 1 – Αλβέρτος 1 (αρχίδι).

Οι καβγάδες συνεχίστηκαν κατά την άφιξη στο λιμάνι.

“Δώσε τα εισιτήρια στον κύριο για να περάσουμε, αγάπη μου”.

“Ποια εισιτήρια;”

“Τα εισιτήρια για το πλοίο”.

“Νόμιζα πως τα έχεις εσύ”.

“Ρε βλάκα, την πίπα θυμήθηκες να την πάρεις. Και δεν πήρες μία. Πήρες πολλές πίπες. Να έχεις… Και δεν θυμήθηκες να πάρεις τα εισιτήρια; Πόσο ζώον είσαι;” είπε η Μαρίκα που είναι από ένα κατσικοχώρι, κάπου στην Πολωνία, στον Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Ο Αλβέρτος επέστρεψε στο ξενοδοχείο, ήπιε ένα καφέ που έκανε 20 ευρώ και τρεις ώρες αργότερα γύρισε με τα εισιτήρια. Αν και άργησε πολύ δεν έχασε το αεροπλανοφόρο γιατί το αεροπλανοφόρο είχε πάει στο μπάνιο με αναγούλες και εμετούς. Είχε καθυστέρηση.

Η κατάσταση, όμως, ξέφυγε την δεύτερη μέρα των διακοπών και συγκεκριμένα στην παραλία. Ο Αλβέρτος έφτιαχνε καστράκια. Όταν βαρέθηκε, σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει προς την θάλασσα, γεμίζοντας άμμο την γυναίκα του.

Καλύτερα να είχε σκοτώσει τον πατέρα της. Τα λόγια που ακολούθησαν ήταν τόσο σοκαριστικά που τα δώσαμε στον συγγραφέα του Serbian film και αυτός μας είπε ότι αν τα τοποθετούσε εντός μίας ταινίας, θα απαγορευόταν σε 207 χώρες. Η μοναδική χώρα στην οποία θα επιτρεπόταν η προβολή της, θα ήταν το Βατικανό.

Ο Αλβέρτος, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, αλλά όχι όσο η Μαρίκα, πίστευε ότι μπορούσαν ακόμα να σωθούν οι διακοπές. Μπα.

Το βράδυ, βγήκαν να περπατήσουν στα καλντερίμια της Σαντορίνης (μοιάζει με το Τορίνο, αλλά όχι πολύ). Κατά τον περίπατο, ο Αλβέρτος συνάντησε την 25χρονή, καλλονή πρώην του. Χαιρετήθηκαν και φιλήθηκαν, σκάβοντας τον τάφο του.

Ο καβγάς ήταν αναπόφευκτος.

“Άλμπερτ δεν είμαι καλά πνίγομαι. Χρειάζομαι λίγο χώρο. Το καταλαβαίνεις;”

“Όχι”.

“Ρε παιδάκι μου, θέλω τον χρόνο μου. Κατάλαβες;”

“Όχι”.

“Πως να στο πω για να το καταλάβεις; Άλμπερτ, χρειάζομαι λίγο χωροχρόνο”.

“Πες το έτσι. Κομπλέ. Μέσα. Θα μπορώ δηλαδή να γαμάω από δω και από εκεί;”

Μέτα από αυτήν την ερώτηση, το μεγαλύτερο μυαλό της ανθρώπινης ιστορίας χώρισε. Έκτοτε, δίνει στην Μαρίκα τα μισά του χρήματα, κάθε μήνα, και ζει στο υπόγειο της μάνας του. Επίσης, εισέπραξε άλλη μία κλωτσιά στα αρχίδια. Μαρίκα 2 - Αλβέρτος 0.