Πως να έχεις μία ευχάριστη μέρα αποφεύγοντας οπτική επαφή με όμορφες γυναίκες.
Σηκώνεσαι από το φτωχικό σου στρώμα με το μισητό ξυπνητήρι να παίζει κλαρίνα, και μία σούστα να σου τρυπάει τον κώλο. Κοιτάς τον καθρέφτη και είσαι ακόμα εσύ. Λες ένα “γαμώτο” και πλένεις το πρόσωπό σου. Κοιτάς πάλι τον καθρέφτη. Ακόμα εσύ. Άξιζε η προσπάθεια.
Βγαίνεις από την ποντικοφωλιά που ονομάζεις σπίτι και ξεκινάει καταιγίδα. Εκεί που κάθεσαι εσύ, ξερνάει λίγο χαλάζι. Από την γειτονική σου λακούβα, περνάει ένα ταξί και σηκώνει ένα επίδοξο τσουνάμι για να σου πει καλημέρα. Όντως είναι μία καλή μέρα.
Περπατάς μέχρι την στάση του λεωφορείου, νιώθοντας τα χρυσόψαρα να κολυμπάνε στα ενυδρεία που έχεις πλέον για παπούτσια. Μία κοπέλα στρέφει διακριτικά το βλέμμα της προς το μουχλιασμένο κουφάρι σου. Ασυναίσθητα, την κοιτάς κι εσύ. Χαίρεσαι. Σε θέλει. Με την ίδια διακριτικότητα, απομακρύνει τα μάτια της από πάνω σου. Δεν σε θέλει. Εσύ συνεχίζεις να την κοιτάς θλιμμένος, καθώς σκέφτεσαι πως δεν θα είστε ποτέ μαζί, και φταίει αυτή, γιατί έχει γούστο.
Το λεωφορείο φτάνει την κατάλληλη στιγμή για να σε σώσει από τις σκέψεις σου. Μπαίνεις σε αυτόν τον κουβά με ρόδες και γιαγιάδες. Μυρίζει σαν την ζωή σου. Φορμόλη, ομελέτα, και σκατά. Χώνεσαι στο τμήμα αναπήρων του λεωφορείου. Το αξίζεις.
Άι σιχτίρ με την κάθε οπτασία που θέλησε να βγει βόλτα πρωϊνιάτικα και να σου εξατμίσει την ψυχή. Δεν υψώνεις το κεφάλι σου. Απλώς, αφουγκράζεσαι τον χώρο γύρω σου. Δεξιά σου, έχουν ξεκινήσει πολιτικές συζητήσεις και ακούγεται η ατάκα “...αυτοί οι αλήτες”. Είσαι ασφαλής από την δεξιά πλευρά.
Αριστερά επικρατεί τρομακτική ησυχία. Κίνδυνος.
“Μπορείτε να μου χτυπήσετε το εισιτήριο;”
Το αίμα αρχίζει να κυλάει πάλι στις φλέβες σου. Απλώνεις το χέρι σου για να πάρεις το εισιτήριο και το μετανιώνεις.
Μία γαμημένη, αλαβάστρινη παλάμη αγγίζει το δάχτυλό σου. Ω, που να σου λιώσει η μάσκαρα, μωρή καριόλα. Δε μπορείς να αντισταθείς. Καθώς επιστρέφεις το εισιτήριο κοιτάζεις την ιδιοκτήτρια της παλάμης. Σίγουρα θα είναι σαν άγγελος που τον έχεσε στο πρόσωπο ο Θεός.
Ναι, είχες δίκιο. Μία μελαχρινή οπτασία με κατάλευκο δέρμα και ελαφρύ μακιγιάζ -γιατί δεν το χρειάζεται η μαλακισμένη- σε καρφώνει κατάματα λες και θέλει να μεγαλώσει τα εγγόνια σου. Σου λέει “ευχαριστώ” και σχεδόν χύνεις. Επιχειρείς να χαμογελάσεις, αλλά μετά από ένα δευτερόλεπτο θυμάσαι την φάτσα σου. Abort! Abort the mission!
Η Χιονάτη με τρομερή αυτοσυγκράτηση και ευγένεια απομακρύνεται και κάθεται στην πιο μακρινή θέση του λεωφορείου. Ναι, δίπλα στο πρεζάκι. Εσύ παραμένεις ακίνητος με το χέρι απλωμένο, τα μάτια σου βουρκωμένα, και λίγο σαλάκι να στάζει στο φθαρμένο μπουφάν σου. Κάποτε, ήταν μία καλή μέρα.
Κατεβαίνοντας στην στάση σου, είσαι αποφασισμένος να μην ανταλλάξεις βλέμμα ούτε με τον ίδιο τον Θεό. Η μέρα σου χρήζει σωτηρίας, οπότε σκύβεις το κεφάλι και αποφεύγεις οπτική επαφή με οτιδήποτε θηλυκό. Σκουντάς γιαγιάδες, ποδοπατείς παιδιά, κουτουλάς μοντέλα. Κάνεις τα ψώνια σου κοιτώντας διαρκώς το έδαφος, ταΐζεις μόνο τα αρσενικά περιστέρια και ξεκινάς για τον δρόμο της επιστροφής.
Ένα χέρι αγγίζει το δεξί αρχίδι σου. Τι στον πούτσο; Αυτομάτως, αρπάζεις την επιθετική παλάμη. Ευτυχώς ανήκει σε παιδάκι. Καθώς γυρίζεις να κοιτάξεις, μία γλυκιά οσμή μαγνητίζει τα ρουθούνια σου. Λεβάντα και σαπουνόνερο. Βρωμάει γυναίκα. Έχει παιχτεί μαλακία και η μέρα σου καταστράφηκε.
Μία πανέμορφη μητέρα έχει ξεκινήσει να λέει συγγνώμη, καθώς τραβάει το καρότσι προς τα πίσω. Επιχειρείς να την καθησυχάσεις χαμογελώντας, ενώ ταυτόχρονα θαυμάζεις το αψεγάδιαστο, πληθωρικό σώμα της. Δεν είναι κάτι υπερβολικό. Απλώς, όταν μοιράζανε βυζιά, αυτή κρατούσε σκούπα. Αμέσως, πιάνεις τον εαυτό σου να νευριάζει, γιατί γνωρίζεις τι θα συμβεί.
Και συμβαίνει. Η γλυκιά μητέρα γίνεται μάρτυρας της ζαμπονόφατσάς σου και το αρχικά χαμογελαστό πρόσωπό της μετατρέπεται σε φάτσα ανθρώπου που μόλις του έχεσαν το καρότσι με το μωρό. Σχεδόν δεν την κοίταξες και της χάλασες τη μέρα. Το λες και ταλέντο. Καθώς απομακρύνεται, ακούς ένα “μπλιαχ”, γιατί η αχρείαστη απόρριψη απαιτεί και μία επιπλέον κλωτσιά στα αρχίδια.
Πλέον, η μέρα σου μυρίζει τραχανά και μουχλιασμένη κομπόστα με τρίμματα χρησιμοποιημένου προφυλακτικού. Μην έχοντας άλλη επιλογή, βάζεις τα φιμέ γυαλιά σου, βγάζεις το λευκό ραβδί από την τσάντα σου και προσποιείσαι πως είσαι τυφλός μέχρι να φτάσεις στο ναό των δακρύων που ονομάζεις σπίτι.