Κώστας ο Ορφανός: «Είμαι ο Μπάτμαν σε άστεγο»
Με λένε Κώστα. Από τον παππού μου το πήρα. Δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά μάλλον δεν τον έλεγαν Κώστα. Οι γονείς μου με εγκατέλειψαν όταν ήμουν μωρό. Είμαι ο Μπάτμαν σε άστεγο.
Είμαι η νύχτα, είμαι ο προστάτης αυτής της πόλης, αυτής της γειτονιάς και κυρίως αυτού του κάδου. Αλίμονο σε όποιον τον πλησιάσει, εκτός αν είναι αστυνομικός ή σκουπιδιάρης ή άλλος άστεγος πιο δυνατός από εμένα ή έχει γνώσεις πολεμικών τεχνών ή έστω ξέρει tae-kwon-do αν και η συγκεκριμένη δεν είναι καν πολεμική τέχνη, αλλά βοηθά στη μυϊκή συναρμογή των τετράχρονων. Είμαι κατά της βίας, κυρίως επειδή φοβάμαι ότι θα φάω ξύλο. Είμαι δυσανεκτικός. Μακάρι να ήμουν κάστορας.
Ανακάλυψα τη βία στα έξι μου, όταν είδα τη Μαρία να χτυπάει τον μικρό Βασίλη. Μ’ ένα σφυρί στο κεφάλι! Το αίμα κυλούσε σαν το νερό, αλλά σε πιο κόκκινο και ο Βασίλης το κοιτούσε σαν πεθαμένος.
Ρίχνοντας μια ματιά στη Μαρία, έβλεπες ένα γλυκό κοριτσάκι με διαβήτη, σημάδια ακμής και σεξουαλικής παρακμής. Συνήθως φορούσε γυαλιά μαζί με φακούς επαφής και θύμωνε κάθε φορά που της έλεγαν «τα μάτια σου δεκατέσσερα».
Ο μικρός Βασίλης ήταν ψηλός, αρρενωπός, με μόνιμα βρεγμένα μαλλιά και τριάντα κιλά στυλ, που θα ζήλευε ο Ρακιτζής. Αρβύλες, δερμάτινα και παπί χωρίς σιγαστήρα στην εξάτμιση.
«Οι γυναίκες είναι σαν τις μηχανές. Χρειάζονται ξεμπούκωμα». Θα το έβρισκα σεξιστικό, αλλά δεν ήξερα την λέξη.
Στο σχολείο έμαθα πολλά πράγματα, γιατί ταυτόχρονα παρακολουθούσα μαθήματα από το σχολείο του δρόμου. Κάδος 101, δεν σκέφτομαι και τρέχω και χημεία ήταν τα αγαπημένα μου.
Στο δρόμο έκανα γνωριμίες. Ο Γιώργος, ο τροχονόμος, ο Μπάμπης ο τοπογράφος και η Ντόρα. Αυτή ήταν πουτάνα. Δεν έπαιρνε λεφτά, απλώς απατούσε τον άντρα της που είχε καρκίνο.
«Πόρνες όλες», έλεγε κάθε μέρα ο Μητσάρας, ο νταβατζής. Τρομακτικός τύπος. Κοντός, πλατύς και βαθύς. Σαν υπανάπτυκτος, κούφιος τοίχος. Κατά τα άλλα καλό παιδί. Μισούσε μόνο δύο πράγματα: Τους αστυνομικούς και όλους τους άλλους.
Ο Μητσάρας ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Δούλευε σε οικοδομές τη μέρα και το βράδυ τις χρησιμοποιούσε ως νομαδικά μπουρδέλα. Επιχειρηματίας! Κρίμα που έφυγε νωρίς. Δεν πέθανε. Απλώς αποφάσισε πως είχε κερδίσει αρκετά χρήματα κι εμπειρίες για μια ζωή και ταξίδεψε στο Μπαγκλαντές για να βρει τον έρωτα.
Ποτέ δεν κατάλαβα την εμμονή των ανθρώπων με την αγάπη. Χρειάζεται τύχη, timing και τρελή συντήρηση. Σαν μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που αγοράζεις από το συνεργείο της γειτονιάς, επειδή γνωρίζεις το αφεντικό και ισχυρίζεται πως σου το αφήνει σε μισή τιμή και είναι κελεπούρι που θα το φάει άλλος αν δεν προλάβεις και θα είσαι βλάκας αν συμβεί κάτι τέτοιο κι εσύ τον πιστεύεις, γιατί σου ξηγήθηκε καλά κάποτε, όταν το είχες τρελή ανάγκη, οπότε λες «δε γαμιέται» και πραγματοποιείς την πιο λάθος αγορά της ζωής σου. Εν ολίγοις αυτό είναι ο έρωτας.
Δεν ερωτεύτηκα ποτέ, είμαι παιδί του δρόμου, ορφανό, άστεγο και λεπτό. Είμαι ο Κώστας κι έχω τις πιο ωραίες ιστορίες στην πιάτσα. Όχι των ταξί.