Η επέλαση της μπανάνας
Από καιρό το ήξερα. Από καιρό το υποψιαζόμουν. Από παιδί κι από καιρό μαθαίνεις την αλήθεια. Πώς; Ναι. Πάμε παρακάτω.
Για κάποιο λόγο, οι δικοί μου επέμειναν να αγοράζουν φρούτα. Λες και προσπαθούσαν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι η υγιεινή διατροφή είναι πλέον κτήμα μας – ασχέτως που τα μπέργκερ και οι πίτσες επισκέπτονταν την κουζίνα μας καθημερινά, λες και είμαστε ψηφοφόροι του Τραμπ. Και για κάποιον άλλο, ακόμα πιο ανεξήγητο λόγο, επέμειναν να αγοράζουν μπανάνες.
Ποτέ δεν τις συμπάθησα. Αυτό το ωχρό, μυστηριώδες κιτρινωπό κίτρινο, αυτή η μπλε στάμπα στο μέσο της αδιαπέραστης – χωρίς τσεκούρι ή έστω ένα αλυσοπρίονο – φλούδας, αυτό το αεροδυναμικό σχήμα… δεν μπορούσαν να αποτελούν όλα συμπτώσεις. Ήξερα ότι σχεδίαζε κάτι, και θα το ανακάλυπτα.
Την παρακολουθούσα λοιπόν – αυτή και τους ομοίους της: τις μικρές μπανάνες Κρήτης. Λες και ο Γιόντα έκοψε τα δάχτυλα του, τα πέτασε ένα βιβεχρώμ και τα έδεσε σε ματσάκια για να τα πουλήσει στη λαϊκή του Τατουίν. Ύπουλοι εχθροί. Μικρές στο μάτι, μεγάλες στη μπανανιά. Άκυρο, κι εκεί μικρές παραμένουν.
Για μέρες, παρέμεναν ήσυχες. Για εβδομάδες ολάκερες αναπαύονταν, στην ασφάλεια του πλαστικού πουά μπολ πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
Μέχρι εκείνο το βράδυ.
Ήταν τρεις η ώρα. Τρεις και κανένας κούκος. Μονάχα εγώ και ο υπολογιστής μου. Πληκτρολογούσα νευριασμένος τα πλήκτρα, προσπαθώντας να πείσω έναν μόνιμο κάτοικο Καρπενησίου για την αξία του κοινωνικού κράτους, όταν άκουσα κάτι να σκίζει τον αέρα καταπάνω μου. Έσκυψα χωρίς να ελέγχω τις κινήσεις μου, δρώντας από καθαρό ένστικτο, και γύρισα το κεφάλι μου για να δω τι μου είχε επιτεθεί. Έντομο; Εξωγήινος; Η παντόφλα της μάνας μου;
Τίποτα απ’ τα τρία.
Ήταν η μπανάνα.
«Καταραμένε δυνάστη! Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για όσα έκανες στο είδος μου! Θα σπάσω τα κόκκαλα σου ένα-ένα και θα κρεμάσω το άψυχο κουφάρι σου από το μπαλκόνι, σαν παράδειγμα και προειδοποίηση για τους ομοίους σου! Μπανάνες όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Μεταξύ μας, δεν τα είπε αυτά. Για την ακρίβεια, δεν είπε τίποτα. Μπανάνα ήταν, δεν μπορούσε να μιλήσει. Αλλά το θυμωμένο της βλέμμα – οκ, ούτε μάτια είχε, αλλά νιώστε με λίγο – αρκούσε για να καταλάβω τις διαθέσεις της.
Πήδηξε στον αέρα και επιτέθηκε ξανά. Στριφογυρίζοντας σε ένα ανελέητο, θανατηφόρο ημικύκλιο, έτοιμη να εκδικηθεί για τα δισεκατομμύρια αδέρφια της που χάθηκαν σε φρουτοσαλάτες, σμούθι και τσόντες. Κι εγώ, τρομαγμένος από το μένος της και γεμάτος ντροπή για την ανθρωπότητα και το καπιταλιστικό σύστημα… σήκωσα το χέρι μου, την έπιασα στον αέρα, την ξεφλούδισα και την έφαγα.
Πέταξα τη φλούδα στον κάδο και άνοιξα το Farmville. Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, αλλά σίγουρα μπορώ να ποτίζω πιο συχνά τις διαδικτυακές μου μπανανιές.