Πως σχεδίασα την σημαία της Ιαπωνίας την πρώτη νύχτα του γάμου μου.
Πριν μερικά χρόνια, το 1870, παντρεύτηκα την γυναίκα της ζωής μου. Το όνομα αυτής: “Για Πον Έζα”. Ναι, καλά καταλάβατε. Παντρεύτηκα την κόρη του αυτοκράτορα. Όχι αυτού με τα καινούρια ρούχα. Aυτού με την katana, την αλογοουρά και τα 50 εκατομμύρια Γεν. Τα οποία είναι περίπου 37 Ευρώ.
Γνωριστήκαμε στη Ρουάντα, μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών, γνωστό και ως “καλή τύχη”. Εγώ ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στην ζωγραφική και αυτή τελείωνε το πτυχίο της στην ενδυματολογία. Ερωτευτήκαμε αμέσως.
Βρισκόμασταν σε μια pub στο κέντρο της Ρουάντα. Εγώ παρέα με τον Γιάννη, έναν φοιτητή που είχα μόλις γνωρίσει και έμελλε να γίνει ο καλύτερος φίλος και κουμπάρος μου. Είχα πιει δεκαπέντε σφηνάκια από το παραδοσιακό ποτό της Ρουάντα, το “AIDS με γεύση δόντια ιπποπόταμου”. Αυτή χασκογελούσε με τις φίλες της. Όλες έμοιαζαν με χαρακτήρες από anime.
Να μην τα πολυλογώ. Περάσαμε έξι παθιασμένους μήνες στην Ρουάντα, ώσπου πήρα την απόφαση. Σκότωσα μια τίγρη με τα γυμνά μου χέρια, πήρα ένα δόντι της, το έβαλα πάνω σε μια βάση δαχτυλιδιού, που αγόρασα από έναν τοπικό τζιβάτο που πουλούσε διάφορες χειροποίητες μαλακίες στον δρόμο, και της έκανα πρόταση γάμου. Δέχτηκε, και την επόμενη μέρα ταξιδέψαμε μαζί για Ιαπωνία, ώστε να παντρευτούμε με την παραδοσιακή τελετή που άρμοζε σε μια πριγκίπισσα και έναν χωριάτη από την Θράκη.
Τρεις μήνες αργότερα, φτάσαμε Τόκιο. Ήταν όλα έτοιμα για τον γάμο. Οικογένεια, φίλοι και άγνωστοι που είχαν έρθει για το τσάμπα ρύζι, ήταν όλοι εκεί. Ο πεθερός ήταν και ο επίσημος ιερέας της χώρας, οπότε μας πάντρεψε κάποιος άλλος, γιατί ο πεθερός ήθελε να πιει τον μωσαϊκό κώλο του για να γιορτάσει.
Λίγη ώρα πριν ξεκινήσει η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του Παρισιού, που συνέπεφτε ακριβώς με την ώρα έναρξης του γάμου μας, έγινε κάτι αναπάντεχο. Ενώ έκανα πρόβα τον όρκο αγάπης που θα έδινα, μέσα στον οποίο είχα βάλει και κάποια αστειάκια για να σπάσει ο πάγος, (ναι, εκείνα τα αστειάκια μου ευθύνονται για την αύξηση της στάθμης των ωκεανών. Sorry), μπήκε στο δωμάτιο ο Γιάννης, ο κουμπάρος, και μου είπε:
“Δημήτρη, από την πρώτη μέρα που σε είδα, σε ερωτεύτηκα. Δεν ήξερα πως να στο πω τόσο καιρό, αλλά δεν θέλω να σε χάσω. Ελπίζω να μην είναι αργά”.
Τότε, συνειδητοποίησα πως και εγώ έτρεφα συναισθήματα για τον Γιάννη. Με άρπαξε και με φίλησε με τόσο πάθος, σα να προσπαθούσε να βρει με την γλώσσα του τα κλειδιά του μέσα σε μια γυναικεία τσάντα. Αρχίσαμε να γδυνόμαστε. Πήρα ένα σεντόνι που βρήκα πρόχειρο και το έβαλα στο πάτωμα.
Έπειτα, κάναμε και οι δυο για πρώτη φορά έρωτα με έναν άντρα. Όχι με κάποιον τρίτο. Μεταξύ μας. Ήταν η πρώτη φορά και των δυο μας, και οι πίσω πόρτες μας δεν ήταν έτοιμες για τέτοια εισβολή. Χάσαμε αρκετό αίμα το οποίο έκανε μια μεγάλη κηλίδα στο σεντόνι.
Σε 5 λεπτά ξεκινούσε ο γάμος. Κάπως έπρεπε να δικαιολογήσω το σεντόνι στον αυτοκράτορα χωρίς να καταλάβει κανείς ότι πηδήχτηκα με τον κουμπάρο. Ευτυχώς, το μυαλό μου είναι ξυράφι. Είναι πιο κοφτερό και από κόλλα Α4. Πήρα το σεντόνι και το προσέφερα σαν δώρο στον αυτοκράτορα. Ισχυρίστηκα πως ήταν μια ζωγραφιά. Του άρεσε τόσο πολύ που το έκανε την επίσημη σημαία της Ιαπωνίας.
Ο γάμος κύλησε ομαλά. Το βράδυ, μετά τα γλέντια που είχαν πολύ σάκε, ωμά ψάρια και παραδοσιακούς χορούς από “κοπέλες” της Ταϊλάνδης, πήγαμε στο δωμάτιο με την πλέον γυναίκα μου.
Κάναμε μέτριο σεξ, λόγω του πρότερου ξεζουμίσματος που βίωσα από τον κουμπάρο. Η Για Πον Έζα κοιμήθηκε και εγώ με τον Γιάννη φύγαμε κρυφά με προορισμό την Ρουάντα. Εκεί, ζήσαμε τον έρωτα μας ήσυχα και ωραία, αφού η κοινωνία της Ρουάντα είναι πολύ ανοιχτόμυαλη. Γίναμε αγρότες και καλλιεργούσαμε μάνγκο, καρύδες και ΑΚ-47.
Και ζήσαμε εμείς καλά και η Ρουάντα έτσι και έτσι...
Σαγιονάρα.