Με καταράστηκε γριά τσιγκάνα από το Νταγκιστάν και έγινα εμμονικός με τον Πούτιν.
Γενικά, με θεωρώ έναν απλό άνθρωπο. Ξέρεις, 2 πόδια, 2 χέρια, 1 κεφάλι και άβολες πράξεις σε άβολες στιγμές. Όπως εκείνη τη φορά που προσπάθησα να μιμηθώ τη αυθεντική προφορά του «Αλλάχ Ακμπάρ» στο αεροδρόμιο του Παρισιού. Ή όταν άρχισα να τραγουδάω τον ύμνο του Ολυμπιακού σε γυράδικο της Τούμπας. Ή όταν απάντησα «ποια απ’ τις δύο;» όταν ένας Χρυσαυγίτης με ρώτησε αν έχω πάει ποτέ στη Μακεδονία. Ή – τέλος πάντως, μπήκαμε στο mood.
Έτσι λοιπόν, ως απλός και κυρίως ηλίθιος ανυποψίαστος άνθρωπος, δεν έδωσα σημασία στη γριούλα που περίμενε καρτερικά στην άκρη του δρόμου, ελπίζοντας ότι κάποιος θα αγοράσει τα χαρτομάντιλα της. Κακός. Tο ξέρω. Μοναδική περίπτωση ανθρώπου που προσπέρασε ζητιάνο σε κεντρικό δρόμο και συνέχισε τη ζωούλα του. Mην ξεχάσετε να νιώσετε ανώτεροι μέχρι να καταλάβετε την ειρωνεία. Αυτό που δεν περίμενα εγώ, ήταν ό,τι ακολούθησε μόλις την προσπέρασα.
Αποφάσισα να αγοράσω χαρτομάντιλα. Μπήκα σε ένα ψιλικατζίδικο και πήρα μερικά. Βγαίνοντας, και καθώς απομακρυνόμουν από τη σκηνή του εγκλήματος, ένιωσα ένα κρύο ρεύμα να αγγίζει το κούτελο μου. Δύο νανοσεκόντ μετά, η γριά είχε πεταχτεί μπροστά μου και πλέον θύμιζε δαίμονα της Αποκάλυψης. Πολύ ηλικιωμένο δαίμονα της Αποκάλυψης. Και καθώς με κοιτούσε στα μάτια, αιωρούμενη 0 εκατοστά πάνω από το έδαφος, με ρώτησε:
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»
Και εγώ, όπως όφειλα, της απάντησα:
«Ο γνωστός ή το remix;»
Δεν μπορώ να θυμηθώ όσα ακολούθησαν με ακρίβεια. Μετά από ένα κοκτέιλ κενών μνήμης, εκρήξεων και παραχαράξεων της ιστορίας, βρέθηκα στο ίδιο ακριβώς σημείο, κοιτώντας την πλάτη της γριάς που απομακρύνονταν μουρμουρίζοντας «θα μάθεις τώρα, πουστόπαιδο». Η ίδια μουρμούριζε, όχι η πλάτη της. Αυτό θα ήταν αρκετά άβολο. Και τέλος πάντων, τι σημασία έχει; Μια απλή γριούλα ήταν.
Ή μήπως όχι;
Στις επόμενες μέρες, κάτι σάπιο ξεκίνησε να υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας και στη ζωή μου. Ξαφνικά, σταμάτησα τις βιολογικές μπύρες και άρχισα τις συνθετικές βότκες. Σιγά, σιγά άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά εκείνη τη συνδρομή στη σχολή τζούντο. Τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα, γκούγκλαρα με απελπισία «πώς να γίνετε κατάσκοπος για την Ανατολική Γερμανία παρόλο που η Ανατολική Γερμανία δεν υπάρχει πια», πατώντας απεγνωσμένα refresh. Και ενώ αναρωτιόμουν τι πάει στραβά και πόσο παχαίνουν όντως τα ψυχοφάρμακα, ένα τυχαίο δελτίο ειδήσεων τα έλυσε όλα.
Ο Βλαδίμηρος Πούτιν ήταν το νέο μου είδωλο.
Από τη συνειδητοποίηση τούτη, όλα άλλαξαν. Ξεκίνησα να πηγαίνω εκκλησία κάθε Κυριακή, με απώτερο σκοπό να την αγοράσω. Την Εκκλησία με «Ε» κεφαλαίο εννοώ. Έστειλα αίτηση στα «Γραφεία Ερευνών Χριστοδούλου» και παράλληλα άρχισα να κυνηγάω ομοφυλόφιλους, λεσβίες και λοιπούς τοιούτους σατανιστές. Χωρίς να με καταλάβουν, μπας και στείλουν καμιά συστατική στο Χριστοδούλου. Στα διαλείμματα από το κυνήγι και το βολτάρισμα με τεράστιους, τρομαχτικούς σκύλους απολάμβανα την σκέτη βότκα μου, σχεδιάζοντας τα επόμενα βήματα μου: Πυρηνικά στο Αφγανιστάν, εμπάργκο στην Αμερική και «πάλι-με-χρόνους-με-καιρούς-πάλι-δικιά-μας-θα-ναι» μουντάκια για την Κωνσταντινούπολη. Όλα έμοιαζαν ιδανικά, χωρίς καμία ελπίδα για επαναφορά στην παλιά, δημοκρατική ζωή μου. Έλα όμως που η μοίρα, εκτός από απρόβλεπτη, παίζει και να είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Έτσι, εκεί που έκανα αμέριμνος τη βόλτα μου στη Τσιμισκή, σκεπτόμενος πως θα καταφέρω να την μετονομάσω σε «Ιβανική η Τρομερή» και κατά πόσο χάνει το νόημα του στο θηλυκό, συνάντησα την ίδια γριά. Αυτή τη φορά πουλούσε αυθεντικά μάνγκο από το Νταγκιστάν έξω από μία μεγάλη, ευρωπαϊκή τράπεζα. Και θες ο ήλιος, θες η γριά, θες η συγκεντρωμένη ποσότητα καπιταλισμού που αντίκρισα σε ένα 28000στο του 8ωρου, το εσωτερικό μου Τείχος κατέρρευσε και ο Δυτικός καταναλωτής επανήλθε στη θέση που του άξιζε. Στην καρδιά και στο πορτοφόλι μου. Αφού πέταξα στα σκουπίδια το γούνινο καπέλο και την ξανθιά περούκα, πλησίασα τη γριά. Εκείνη με κοίταξε, θαρρείς με προσμονή και θειική αγάπη (όπως κι αν ερμηνεύεται αυτό) και μου απηύθυνε το λόγο με ένα γνώριμο ρητό:
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»
Και εγώ, όντως ώριμος και καλύτερος άνθρωπος, απάντησα:
«Και να μην ζει, στα παπάρια μας. Θα αγοράσουμε έναν.»
Χαμογέλασε, μου έδωσε ένα πακέτο και μου ψιθύρισε στο αυτί «για ‘σένα είναι δωρεάν». Την κοίταξα πιο μπερδεμένος κι από παίχτη του Power of Love μπροστά σε σουντόκου, περιμένοντας την πραγματική απάντηση. Η οποία ήρθε αμέσως:
«Αρκεί να μου πληρώσεις την πράσινη κάρτα».
Έτσι, η περιπέτεια μου έφτασε σε αίσιο τέλος και για τους δυο μας. Μπορεί να ταλαιπωρηθήκαμε, μπορεί να βασανιστήκαμε, αλλά στο τέλος βγήκαμε κερδισμένοι.
Και ως άνθρωποι, και ως καπιταλιστές.