Μαναβική κι επιχειρηματικότητα: Μια μικρή Apple στην καρδιά της Αθήνας.
Άλλη μια δευτέρα ξημέρωσε. Άλλη μια δευτέρα στο μανάβικο. Όμως αυτή η δευτέρα ήταν αλλιώτικη. 8 του Ιούλη. Ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από την Ελλάδα. Το φάντασμα της αριστείας. Η πατριωτική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε επανέλθει στη θέση που δικαιωματικά της ανήκε. Τεσσεράμιση χρόνια της άθεης κομμουνιστικής κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα είχαν μόλις λάβει τέλος. Είχε έρθει η ώρα για επιστροφή στην κανονικότητα. Για επιστροφή στον πατριωτισμό. Για επιστροφή των Ελγινείων στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, το Βρετανικό Μουσείο.
Μπήκα ορεξάτος στο μανάβικο, τη μικρή μου Apple, όπως μου άρεσε να την αποκαλώ. Ο χαρακτηρισμός δεν ήταν τυχαίος. Δεν ήταν μόνο ότι τόσο εγώ όσο κι η Apple χρωστούσαμε μεγάλο μέρος της ύπαρξης μας στα δαγκωμένα μήλα. Δεν ήταν μόνο ότι τόσο το μανάβικό μου όσο κι η Apple αποτελούσαμε ένα ζωντανό κύτταρο αυτού που μου άρεσε να αποκαλώ εταιρικό καπιταλισμό. Ήταν κυρίως ότι τόσο εγώ όσο κι η Apple πιστεύαμε ότι το μέλλον ανήκε σε μουράτα προϊόντα με ελάχιστη χρηστική αξία.
Κοίταξα τριγύρω. Το μάτι μου, για πολλοστή φορά, σκάλωσε στο τρίπτυχο που είχα χαραγμένο στον τοίχο. “Αριστεία, καινοτομία, ΕΣΠΑ”. Το 1789 υπήρχε το ‘Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφότητα. Το 1973 το ‘Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία”. Σήμερα όμως, τίποτα δεν μιλούσε στην ψυχή της μεσαίας τάξης περισσότερο από το “Αριστεία, Καινοτομία, ΕΣΠΑ”. Αριστεία για την προσωπική εξέλιξη. Καινοτομία για την εξέλιξη της πατρίδας μας. ΕΣΠΑ για να δοθεί μια βιώσιμη συνταγή που θα συνδυάσει αυτά τα 2.
Το τρίπτυχο διαπερνούσε όλη μου την ύπαρξη. Είχα μια θεωρία. Τον κόσμο πάντοτε κινούσε η μεσαία τάξη. Ήταν η ατμομηχανή όλων των σύγχρονων κοινωνιών. Γι’ αυτό και τα συνθήματα όλων των επαναστάσεων ήταν αυτά που ακουμπούσαν στην καρδιά της, στο πορτοφόλι της ή στη μανία της να φτιάχνει τρίπτυχα.
Kαι δεν τα έλεγα τυχαία όλα αυτά. Γιατί εγώ είχα όνειρα γι’ αυτή τη μικρή γωνιά που κάποιοι υποτιμητικά αποκαλούσαν μπακάλικο. Με σωστή δουλειά, πρόγραμμα και τον κατάλληλο άνθρωπο στην επιτροπή του ΕΣΠΑ, το φανταζόμουν σε λίγα χρόνια να γιγαντώνεται. Μέλος ενός πρωτοπόρου εμπορικού, ιδρυτικό κομμάτι μιας πολυεθνικής ή προμηθευτής μήλων για το λογότυπο της Apple.
Ενθουσιασμένος βγήκα στην πόρτα να χαζέψω τους περαστικούς. Πάντα με γέμιζε αισιοδοξία αυτή η αέναη κίνηση της πρωτεύουσας. Eίχε τα πάντα. Είχε αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες που άνοιγαν μικρές αυτοσχέδιες εστίες επιχειρηματικότητας ή, οπως συνήθως αποκαλούνταν, πωλητές δρόμου. Είχε καινοτόμους εντερπρενέρς που δεν καταδέχονταν τη στασιμότητα των παραδοσιακών επιχειρήσεων και διαλαλούσαν τη νέα τους επιχειρηματική ιδέα, αν και συνήθως αποκαλούνταν υποτιμητικά παλιατζήδες. Είχε μυστήριους low profile επίδοξους εκατομμυριούχους που συλλογίζονταν την καινοτομία που θα τους έκανε πλούσιους, σκυφτούς και απλά ντυμένους στις γωνίες των δρόμων ή, όπως διέδιδαν οι κομμουνιστοσυμμορίτες, ζητιάνους.
Έχοντας πάρει μια καλή τζούρα αισιοδοξίας, ξαναμπήκα στο μανάβικο κι άνοιξα την τηλεόραση. Έπεσα πάνω στην ιέρεια του εγχώριου φιλελευθερισμού, τον φωτεινό φάρο του εκσυγχρονισμού, τον ένοχο πόθο κάθε ελαφρολαϊκού τραγουδιστή, την Ντόρα Μπακογιάννη. Μιλούσε για τη μεσαία τάξη. Δυνάμωσα τη φωνή. Ήθελα να ρουφήξω κάθε λέξη της. Κι όχι μόνο…
“Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα”, έλεγε η καψούρα μου, “είναι αυτοί που δηλώνουν εισόδημα από 20.000 έως 70.000 ευρώ”. Στο άκουσμα της τελευταίας φράσης δαγκώθηκα. Η φορολογική μου δήλωση διαχρονικά ήταν λίγο κάτω από το εκάστοτε αφορολόγητο και σε κάθε περίπτωση απείχε πολύ από τις 20000. Άρα δεν ήμουν μεσαία τάξη; Δεν ήμουν η ατμομηχανή της εγχώριας οικονομίας; Δεν ήμουν το υγρό όνειρο κάθε εμφανίσιμης γυναίκας σε ηλικία γάμου;
Αισθάνθηκα προδομένος. Όπως το 1995 μετά τα Ίμια. Όπως το 2015 μετά το δημοψήφισμα. Όπως όταν σε φιλάει μετά την πίπα. Αυτό δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Όλοι όσοι απαρτίζαμε τις νησίδες επιχειρηματικότητας σε αυτή τη χώρα έπρεπε να αντιδράσουμε άμεσα. Αναστατωμένος άρχισα να κάνω γύρες μέσα στο μανάβικο. Θυμήθηκα την ταραγμένη νιότη μου, τη συμμετοχή μου στο αναρχικό κίνημα και τα συνθήματα που φωνάζαμε τότε: “Καταστροφή του κράτους τώρα”. “Η φορολογία είναι κλοπή”. “Ζήτω η ατομική ιδιοκτησία”.
Δεν ήταν όμως ώρα για ονειροπολήσεις, αλλά για πράξεις. Κατέβασα από το πατάρι την μαυροκίτρινη σημαία. Ήμουν έτοιμος για όλα. To φοροληστρικό κι αδηφάγο κράτος έπρεπε να καταστραφεί. Έβαλα ένα ουίσκι για να πάρω κουράγιο. Δεν πρέπει όμως να βιαζόμαστε κι αύριο μέρα είναι. Έβαλα και δεύτερο. Ίσως έπρεπε να το ξανασκεφτώ με καθαρό μυαλό. Μετά ένα τρίτο. Ένιωσα τα βλέφαρα μου να κλείνουν και ξάπλωσα στο ράντσο που είχα κάτω από το πατάρι, σιγομουρμουρίζοντας το αγαπημένο μου τραγούδι: “Μην παραχαράσσετε την ιστορία...”