Scouting και οδήγηση: Η αέναη αναζήτηση γαμιστρώνα στα χωριά του Έβρου
Μόλις πήρα το εξοδόχαρτο, έτρεξα προς την πύλη. Λίγο παρακάτω είχα παρκάρει το αμάξι μου, ένα κόκκινο κάμπριο. Ήταν το αμάξι που μου ταίριαζε. Γρήγορο, νευρικό κι ακάποτο. Λάτρευα την αίσθηση του αέρα στο πρόσωπο μου. Όπως και του σπέρματος.
Ξεκίνησα για το χωριό. Καβύλη του Έβρου. Σ’ αυτή τη γωνιά της Ελλάδας μου έλαχε να περάσω τους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας. Ωστόσο, δεν παραπονιόμουν γιατί ήξερα ότι ο εχθρός ήταν απέναντι. Γνώριζα πως με την επαίσχυντη συμφωνίας της Λωζάνης τον είχαμε αφήσει να αλωνίζει ανενόχλητος. Ήξερα ότι η Αδριανούπολη είναι η καλύτερη επιλογή για Σαββατιάτικα ψώνια.
Δεν ήθελα να τα σκέφτομαι αυτά. Είχα ραντεβού. Με τον Κεμάλ, έναν 20χρονο μουσουλμάνο που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Καβύλη. Είχαμε γνωριστεί σε μια έξοδο μου. Καταλάβαμε αμέσως ότι ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Μας ένωνε η αγάπη μας προς το ανδρικό φύλο, η ανδροφιλία. Τόσο διαφορετική από την χίπικη υποκουλτούρα των ομοφυλόφιλων. Η δική μας κουλτούρα ήταν ρωμαλέα, στιβαρή, αρσενική.
Μας ένωνε το μίσος μας προς τους εχθρούς του έθνους μας. Μισούσα, όσο τίποτα στον κόσμο, τους Τούρκους. Λαός άγριος, αμόρφωτος, ασταμάτητος. Το νιώσαμε στο πετσί μας το 1453 στην Κωνσταντινούπολη, το 1922 στη Σμύρνη και το 2019 στο Survivor. Τα ίδια αισθήματα μίσους απέναντι τους έτρεφε κι ο Κεμάλ.
Αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν το μυαλό μου καθώς κατευθυνόμουν προς το σημείο συνάντησης, περίπου μισό χιλιόμετρο έξω από το χωριό. Ο Κεμάλ επέμενε να βρισκόμαστε στα κρυφά. Τον καταλάβαινα. Μικρά χωριά σαν κι αυτό δεν ήταν έτοιμα να δεχθούν τον ανδροπρεπή μας έρωτα.
Όταν έφτασα ήταν ήδη εκεί. Με φίλησε παθιασμένα στο στόμα και μου χούφτωσε τον καβάλο. Κατάλαβα ότι ήταν αναμμένος. Δυστυχώς, όμως, έμενε με τους γονείς του, και δεν υπήρχε σπίτι για να στεγάσει την πρόστυχη έκφραση της αρρενωπότητας μας. Ήμασταν αναγκασμένοι να επιδοθούμε στο αγαπημένο μας χόμπι. Στην αέναη αναζήτηση γαμιστρώνα στα χωριά του Έβρου.
Ήταν η εβδομάδα του δεκαπενταύγουστου και πολύς κόσμος είχε επιστρέψει σε αυτή την ακριτική γωνιά της χώρας για να δείξουν σε όσους έμειναν πίσω πόσο σπουδαία τα είχαν καταφέρει σαν έμμισθοι σκλάβοι στα κυριλέ εστιατόρια του Βερολίνου, στα στιλάτα γραφεία της Αθήνας και στα καλοφωτισμένα μπουρδέλα του Άμστερνταμ. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, οι διαθέσιμες καβάτζες είχαν μειωθεί δραματικά.
Δεν υπήρχαν απόμερα σοκάκια, η ύπαιθρος είχε κατακλυστεί από κόσμο που χαιρόταν τις λιακάδες του Αυγούστου και η πολυκοσμία στις παραλίες σε δημιουργούσε μία νοσταλγία για την απαγόρευση συναθροίσεων στα χρόνια της επανάστασης από τον εθνάρχη μας, τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Φασωθήκαμε σε πολλά στενά κινδυνεύοντας να μας πιάσουν, μέχρι που παραλίγο να μας κάνουν τσακωτούς ενώ του έκανα στοματικό έρωτα. Ξεχυθήκαμε στα χωράφια, ελπίζοντας να στεγάσουμε τον έρωτα μας μέσα σε κάποιους απόμερους θάμνους, πίσω από ένα παρατημένο τρακτέρ ή έστω κάτω από κάποια καρπερή συκιά (no pun intended). Στις παραλίες δεν προσπαθήσαμε καν. Τα 8.67 που έπαιρνα το μήνα δεν έφταναν για να νοικιάσω ένα σετ ξαπλώστρας-ομπρέλας για μερικές ώρες.
Και τότε η λύση αποκαλύφθηκε μπροστά μου όπως ο σταυρός με το “Εν Τούτω Νίκα” μπροστά στο Μέγα Κωνσταντίνο. Η καλύτερη καβάτζα της περιοχής ήταν οι απομονωμένες περιοχές των στρατοπέδων. Οι μοναδικοί που τις επέβλεπαν ήταν βαριεστημένοι στρατιώτες, τα ζώα της περιοχής κι οι δορυφόροι της Google. Ο Κεμάλ πάντοτε ήθελε να κάνει σεξ μέσα σε ένα στρατόπεδο. Θεωρούσε ότι ήταν από τους στόχους που κάθε καθαρόαιμο αρσενικό θα έπρεπε να πετύχει στη ζωή του.
Διάλεξα μία δασώδη περιοχή, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.Φορέσαμε κι οι δυο ρούχα παραλλαγής για να μην ξεχωρίζουμε μέσα στο δάσος και ξεκινήσαμε. Αφού χωθήκαμε αρκετά μέσα στο δάσος, ψάξαμε για ένα δέντρο που θα προσέφερε “υποστήριξη” στην αποστολή μας.
Καθώς προχωρούσαμε μέσα στο δάσος, έβλεπα τον Κεμάλ κάπως ανήσυχο. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι φοβόταν μήπως περάσουμε κατά λάθος τα σύνορα. Του εκμυστηρεύτηκα ότι δεν με φώναζαν χωρίς λόγο αλεπού των συνόρων. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό το παρατσούκλι. Του εκμυστηρεύτηκα ότι ούτε εγώ.
Επιτέλους, βρήκαμε το κατάλληλο δέντρο για την δουλειά. Σαν λυσσασμένα αγρίμια ορμήξαμε ο ένας στο κορμί του άλλου, απαλλάσσοντας μας από τα περιττά ρούχα. Ήμασταν τόσο απορροφημένοι που δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν γύρω μας μέχρι που ένιωσα κάτι ψυχρό να με ακουμπάει στον κώλο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν αυτή η αίσθηση που ήθελα να νιώσω στον κώλο μου εκείνη τη στιγμή.
Γύρισα απότομα κι είδα μια τούρκικη περίπολο να μας σημαδεύει με τα όπλα της. Το θέαμα θα ήταν αστείο αν δεν ήταν θλιβερό. Δύο γυμνοί καβλωμένοι άντρες απέναντι σε 5 ντυμένους στα χακί στρατιώτες. Κι οι συνθήκες ήταν τέτοιες που κανείς δεν τολμούσε να εξομολογηθεί αυτό που πραγματικά ήθελε: μια κολασμένη παρτούζα.
Μια σκέψη που συνέχισε να τριβελίζει το μυαλό μου το επόμενο 6μηνο που πέρασα στις φυλακές της Αδριανούπολης με τον Κεμάλ, στο ίδιο κελί. Μπορεί να αναγκαστήκαμε να ξεφύγουμε από τον Έβρο αλλά τουλάχιστον η αναζήτηση μας για γαμιστρώνα ήταν επιτυχής…