Βρες μας από εκεί που ανεβάζεις selfie

Κώστας ο Άνεργος: «Τι γεύση έχει άραγε το πέος;»

Κώστας ο Άνεργος: «Τι γεύση έχει άραγε το πέος;»

Με λένε Κώστα κι έχω βαρεθεί να αναφέρω πόσο βαρετό είναι το όνομά μου. Είμαι άνεργος από άποψη, άστεγος από επιλογή και έχω ιστορίες, λόγω της ανεργίας μου και της αστεγοσύνης μου.

 Πέρασαν δύο χρόνια από τότε που έμεινα τελευταία φορά σε σπίτι. Δεν ήταν δικό μου. Ανήκε σε κάποιον άλλον, αλλά είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Είδα φως και μπήκα. Είχε ξεχάσει και τα φώτα αναμμένα. Άνοιξα το ψυγείο και δεν είχε πολλά φαγώσιμα μέσα. Κέτσαπ, μουστάρδα, μαγιονέζα και μανταρίνια. Έκανα ένα σάντουιτς κι έφαγα.
«Μήπως ενοχλώ», ακούστηκε μία φωνή πίσω μου.
«Όχι μωρέ. Μην ανησυχείς. Βολεύτηκα», απάντησα με σθένος, ώστε να κρύψω το σκατό που έσταζε από το μπατζάκι του λινού παντελονιού μου.

Ο Τζορτζ, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, δεν κάλεσε την αστυνομία. Mου πρότεινε να περάσω το βράδυ εκεί. Και το πέρασα. Όχι ολόκληρο.

Καθώς κοιμόμουν σε έναν δερμάτινο καναπέ που έμοιαζε με τα απομεινάρια κρέατος από λιποαναρρόφηση παχύσαρκης γυναίκας από το Μεξικό, ένιωσα κάτι να με χαϊδεύει. Ρούφηξα το σαλάκι που έσταζε σαν πρωινή ψιχάλα από τα χείλια μου και άλλαξα πλευρό. Μετά από λίγο η ίδια αίσθηση χαϊδέματος επανήλθε. Επιχείρησα να ρουφήξω τα σάλια μου, αλλά απέτυχα, καθώς ήδη είχαν γίνει μία μικρή λιμνούλα με παπάκια, βατράχια και κύκνους στο μαξιλάρι του καναπέ του Τζορτζ. Αυτό θα γινόταν ένας από αυτούς τους λευκούς λεκέδες που κοιτώντας τους δεν καταλαβαίνεις αν πρόκειται για σάλιο, γάλα ή σπέρμα.

Άνοιξα σιγά, σιγά τα μάτια μου, αλλά δεν είδα τίποτα. Το αίσθημα χαϊδέματος γινόταν εντονότερο.
«Τι κάνεις ρε μαλάκα;», φώναξα.
«Είναι αυτός τρόπος να μιλάς στον οικοδεσπότη σου;».
«Συγνώμη. Έχεις δίκαιο. Σε ευχαριστώ που με φιλοξενείς, αλλά δε γουστάρω πούτσο», απάντησα διστακτικά, αλλά χρησιμοποιώντας την απαραίτητη πυγμή, ώστε να κατανοήσει ότι εννοούσα, εν μέρει, αυτό που έλεγα.

Ήταν αλήθεια. Δεν είχα φάει ποτέ πέος, παρ’ ότι έκανα φυλακή και μπαλκόνι του κυρ Τάκη, του γιατρού του έρωτα. Άλλοι θα είχαν υποκύψει στις πιέσεις του Τάκη. Ήταν ένας γλυκός άνθρωπος. Τόσες σοκολάτες, καραμέλες, γλειφιτζούρια και αγάπη για ένα άστεγο, ορφανό παιδάκι δεν προσέφεραν πολλοί άνθρωποι. 

Τι γεύση έχει άραγε το πέος;
«Χαλασμένο μπέικον», έλεγε ο Μάρκος, ο αρχιτέκτονας, που δεν ήταν αρχιτέκτονας, ούτε τον έλεγαν Μάρκο. Δεν τον ρώτησα πως το γνώριζε, γιατί αν είχα μαμά, θα μου έλεγε να είμαι ευγενικός και όχι αδιάκριτος. Πιθανώς να είχε πέσει θύμα βιασμού στις ντουζιέρες των φυλακών της Νιγρίτας Σερρών. 

Είμαι ο Κώστας, ο άνεργος, ο άστεγος, ο ορφανός, ο σύγχρονος Ξανθόπουλος, αλλά με περισσότερο στυλ και ιστορίες.

Κώστας ο Rapper: Κάτι πάνω της φώναζε «είμαι άντρας», αλλά ήταν μια από εκείνες τις μέρες που δε με ένοιαζε

Κώστας ο Rapper: Κάτι πάνω της φώναζε «είμαι άντρας», αλλά ήταν μια από εκείνες τις μέρες που δε με ένοιαζε

Κώστας ο Πεινασμένος: «Τι είναι AIDS;»

Κώστας ο Πεινασμένος: «Τι είναι AIDS;»