Κώστας ο Rapper: Κάτι πάνω της φώναζε «είμαι άντρας», αλλά ήταν μια από εκείνες τις μέρες που δε με ένοιαζε
Με λένε Κώστα και δεν έχω επίθετο. Μην αγχώνεστε. Δεν έχω ούτε δουλειά, ούτε σπίτι. Έχω κάνει φυλακή, ναρκωτικά, φόνο, αλλά είμαι καλός άνθρωπος.
Έβρεχε, είχε κρύο και ήταν Τετάρτη, όταν γνώρισα την Σάσα. Δούλευε σε ένα ξενοδοχείο. Ήταν στην ρεσεψιόν, αλλά δεν ήταν ρεσεψιονίστ. Είχα λεφτά, επειδή κέρδισα στο στοίχημα κάτι στημένα ματς που μου είχε σφυρίξει ένας φίλος, που ήταν στα κόλπα. Διδυμότειχο - Καρπερή: 3-4. Άσο ημίχρονο, δύο τελικό και όβερ. Μέικινγκ μάνεϊ...
«Γεια σας, θα ήθελα ένα δωμάτιο», είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, βάζοντας στο παντελόνι το άλλοτε λευκό πουκάμισό μου. Ο τύπος στην υποδοχή με κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια λες κι έσκαβε να βρει την ψυχή μου. Σκέφτηκα να του πω «σταμάτα, γαργαλιέμαι», αλλά δεν τον έκοβα για χιουμορίστα. Σίγουρα, ήταν από αυτούς που πρώτα έδερναν, μετά κοιμόντουσαν κι έπειτα ρωτούσανε το πτώμα σου τι θα ήθελε.
«Θέλεις κανονικό δωμάτιο ή το σπέσιαλ;», ακούστηκε μία φωνή από πίσω μου. Δεν θα την χαρακτήριζα γυναικεία ούτε αντρική χροιά, και είχα δίκαιο.
Γύρισα και αντίκρισα την Σάσα. Ψηλή, γεροδεμένη, με μπούτια παλαιστή και στήθος γυναικομαστία παχύσαρκου στερεοτύπου αμερικάνων.
Δε μου είπε ποτέ πως την έλεγαν Σάσα, αλλά μου αρέσει να δίνω ονόματα σε ανθρώπους. Έτσι δένομαι μαζί τους και τους θυμάμαι.
Την ρώτησα τι εννοούσε «σπέσιαλ» και γέλασε. Τα δόντια της -όσα βρίσκονταν στη θέση τους- ήταν κίτρινα. Μάλλον το κάπνισμα ήταν ο φτηνότερος τρόπος να αποκτήσει χρυσά δόντια. Κάτι πάνω της φώναζε «είμαι άντρας», αλλά ήταν μια από εκείνες τις μέρες που δε με ένοιαζε.
Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο δεκατρείς ορόφους κάτω από τη γη. Το ασανσέρ έκανε μία ανώμαλη προσγείωση και η σκάρτη μουσική σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε ενώ κοιτούσα τις τρύπες στον τοίχο. Η Σάσα μου κατέβασε το παντελόνι. Δεν φορούσα εσώρουχο και δεν την ένοιαζε.
«Σειρά σου», ψιθύρισε όταν τελείωσα.
Δεν συμπαθώ την αστυνομία. Οι μπάτσοι δεν έχουν τρόπους. Με σηκώνουν από παγκάκια, ενώ κοιμάμαι. Με μαλώνουν επειδή κάθομαι στο πεζοδρόμιο κάνοντας διατάσεις στα χέρια κι ενίοτε κέρματα καταλήγουν στις παλάμες μου.
Μία φορά με πυροβόλησαν. Καταδίωκαν έναν ληστή. Τον Γιάννη τον γρήγορο. Ήταν κουτσός, αλλά κατάφερνε πάντα να ξεφεύγει. Ήταν αξιοθαύμαστο πόσο ανίδεοι ήταν αυτοί που κρατάνε όπλα.
«Που πήγε;» ούρλιαζαν μέσα στο αυτί μου. Ήθελα να τους πω την αλήθεια, αλλά κάτι πάνω στις ιδρωμένες φάτσες τους με απέτρεπε. Επίσης αν μιλούσα θα έχανα street cred και δεν ήμασταν για τέτοια τότε. Ετοιμαζόμουν να βγάλω το δικό μου gangsta rap album, εν ονόματι πέος, ροκ και κάστανα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Είμαι ο Κώστας, ο rapper, ο άστεγος και ο αναρχικός. Οι ιστορίες μου με κρατάνε ζεστό τον χειμώνα και ιδρωμένο τα καλοκαίρια.