Χορέψαμε πεντοζάλι σε death metal συναυλία και βρήκαμε γκόμενα.
Η ιστορία μας ξεκινά πολλά θλιβερά χρόνια πριν, όταν φοιτούσα στο Γυμνάσιο, έχοντας κάνει κράτηση στο βαθύτερο επίπεδο της Κομμωτικής Κόλασης (τομέας «Φράντζα, μακρύ μαλλί χωρίς να σου πάει ή όλα τα παραπάνω») και 1 μεταπτυχιακό στους Firewind. Για τους γνώστες του είδους, ήμουν φλώρος. Για τους μη γνώστες, περίπου σαν να είσαι χιπ-χοπάς και να ακούς μόνο Drake. Ή σαν να είσαι σκυλάς και να ακούς μόνο Παντελίδη. Ή σαν να είσαι απουσιολόγος και να την πέφτεις μόνο στη θρησκευτικού.
Ενώ προσπαθούσα να κατανοήσω τη σωστή αναλογία μεταξύ ακμής και κοινωνικής αποδοχής, δέχτηκα ένα μήνυμα στο MSN.
“Filaraki, paizei gamato live sto oxtwmpalo ayto to sk, MPOREIS KLHSH???!!?!?!??1/11/”.
Σήμερα, θα άνοιγα Μπαμπινιώτη και Αγία Γραφή (κεφάλαιο «Εξορκισμοί, κατάρες ή όλα τα παραπάνω»). Τότε, απλώς άνοιξα την κάμερα.
Οι απίστευτοι-μοναδικοί-τζαμάτοι “Masses of Dying Corpses ερχόντουσαν στην Θεσσαλονίκη για μία και τρομακτική συναυλία. Τιμή εισιτηρίου στα 30 ευρώ, καύλα στα ύψη (#ΓυμνάσιοΘλίψηκαιτουΈρωταηΣήψη), και άδεια από το Ανώτατο Οικογενειακό Συμβούλιο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Μια καλή παρέα.
Ο αδελφομεταλάς Μιχάλης ήταν ο ένας. Μετά από σκληρή αναζήτηση στους σκοτεινούς κύκλους του σχολείου – όχι αυτούς κάτω από τα μάτια του απουσιολόγου. Αυτούς τους είχε ήδη φροντίσει η ενυδατική της θρησκευτικού – εντοπίστηκαν ακόμη δύο σύντροφοι στον μελλοντικό μας αγώνα. Ο Μανώλης και ο Σίφης. Τόσο βαθιά και στερεοτυπικά Κρητικοί, ώστε με κάθε σφηνάκι ρακής που κατέβαζαν, η «Βέρα στο Δεξί» άλλαζε δάχτυλο. Παντελώς άσχετοι από «σκληρό» ήχο. Εντελώς έμπειροι από σκληρή οδήγηση, συνεπώς αναγκαίοι για να αποφύγουμε την τραυματική εμπειρία του 78Ν. Ναι, 78Ν. Τόσο παλιά...
Φτάνοντας στον χώρο, συναντάμε την πρώτη μεγάλη πρόκληση. Η ουρά για τα εισιτήρια οριακά μας χλεύαζε με το μέγεθος και το πάχος της. Σηκώνοντας λίγο το κατασκισμένο εφηβικό τζιν μου, λες και χλεύαζε αναφορικά με αυτό το συγκεκριμένο μέγεθος, μπήκα στη θέση μου μαζί με τους άλλους και περάσαμε την υπόλοιπη 1 ώρα συζητώντας για μέταλ, βαθμούς και το πώς να τερματίσεις την 26η πίστα στο Age of Mythology.
Για όποιον έχει βρεθεί σε μέταλ συναυλία, τα λόγια είναι περιττά. Για όποιον δεν έχει, ποτέ δεν θα είναι αρκετά. Αλλά ας κάνουμε μια προσπάθεια. Χρωματική παλέτα πιο μαύρη κι από θύμα ρατσισμού στην Αμερική, μπύρες πιο ακριβές κι από σουίτα στο Παρίσι και καθυστέρηση μεγαλύτερη από το συνολικό IQ της βουλευτικής δύναμης του ΛΑ.ΟΣ.
Κάποτε όμως, η ώρα φτάνει, και βγαίνει η μπάντα. Και το χάος ξεχύνεται στο χώρο παρασέρνοντας τα πάντα και προκαλώντας πανικό, ουρλιαχτά και χαμένα παπούτσια. Και μέσα σε όλα αυτά, εμείς. Κολυμβητές σε μια θάλασσα ανθρωποειδών και ιδρώτα (ο άνθρωπος έβγαλε τον ιδρώτα ή ο ιδρώτας τον άνθρωπο;), τσιρίζοντας ακαταλαβίστικους στίχους για το νορβηγικό πάνθεον και την ανιδιοτελή αγάπη – κι όμως συνδέονται – και προσπαθώντας να κάνουμε crowdsurfing. Αν και, με τόσες βούτες που πραγματοποιήσαμε πάνω σε κεφάλια αγνώστων, πιο πιθανό ήταν να κάνουμε couchsurfing.
Αφού η παρέα διαλύθηκε για 10 λεπτά (απρόσμενο mosh-pit), καταφέραμε να ξαναβρεθούμε. Ένας χωρίς μπλούζα, άλλος χωρίς παπούτσι, άλλος χωρίς μαλλιά. Εντάξει, αυτός ήταν έτσι από πριν. Αλλά και πάλι...
Και τότε, έτσι όπως στεκόμασταν σε έναν αυθόρμητο κύκλο και ακούγαμε το πιο ανελέητο guitar-riff της Νοτιοβόρειας Σκανδιναβίας, o ρυθμός μας θύμισε κάτι γνώριμο. Κάτι που όλοι μας είχαμε ξανακούσει σε εκείνα τα θλιβερά μαθήματα Γυμναστικής που έβρεχε και την βγάζαμε στο υπόστεγο, μαθαίνοντας παραδοσιακούς χορούς. Το καλύτερο σημείο των 2 Κρητικών φίλων μας.
Δεν ήθελε πολύ, ίσως δεν ήθελε και καθόλου. Εμείς όμως θέλαμε. Eye contact, χέρια ψηλά, flashback Χατζηγιάννη και μια μαύρη μπαντάνα με νεκροκεφαλές για μαντήλι. Και έτσι, στο ρυθμό του τελευταίου κομματιού, εκτελέστηκε το μεγαλύτερο πεντοζάλι της ιστορίας. «Εκτελέστηκε», για τους λόγους που υποθέτετε. «Μεγαλύτερο», γιατί με το που ξεκινήσαμε, οι υπόλοιποι το πέρασαν για εξτράβαγκαντ «circle-pit» και όρμησαν να μας συντροφέψουν. Ο θρύλος λέει ότι από την πολύ Κρητικαροσύνη της βραδιάς, δεν ήταν λίγοι οι παρευρισκόμενοι που αργότερα εμφάνισαν συμπτώματα όπως αυθόρμητες μαντινάδες, σκατό-παξιμάδι και καλλιέργεια μαριχουάνας.
Κλείνοντας, κρίνεται αναγκαίο να προβώ σε 2 μικρές εξομολογήσεις. Πρώτον, το άρθρο περιέχει πολλές ανακρίβειες και υπερβολές. Δεν υπήρχαν νεκροκεφαλές στο μαντήλι ούτε είχαμε eye contact πριν το χορό. Έχτιζα ατμόσφαιρα. Δεύτερον, θα αναρωτιέστε που είναι η γκόμενα του τίτλου. Και ήρθε η ώρα να σας απαντήσω όπως σας αξίζει.
Είναι «κοπέλα», όχι «γκόμενα».
Σεξιστές.