Κάνναβη κι εγκληματικότητα: Ο ασφαλίτης ντελιβεράς που εξάρθρωσε τη μεγαλύτερη σπείρα των Βαλκανίων.
Σαν σήμερα θυμάμαι τη μέρα που ορκίστηκα αστυνομικός. Από μικρός, αυτό ήταν το όνειρό μου. Έβλεπα κάθε μεσημέρι τη μητέρα μου να γυρνάει με τη στολή στο σπίτι, χαρούμενη που γι’ άλλη μια μέρα συνεισέφερε στη διατήρηση του status quo. Αυτό ήθελα κι εγώ. Μια δουλειά που θα με γέμιζε με ικανοποίηση. Μια δουλειά που θα μπορούσα με υπερηφάνεια να ανακοινώνω στους γύρω μου. Μια δουλειά που θα μπορούσα καθημερινά να βυθίζω τη μπότα του κομπλεξισμού μου στο στήθος του αδυνάμου. Αυτό σκεφτόμουνα κατά την ορκομωσία, καθώς παιάνιζε ο εθνικός ύμνος και φούσκωνα από υπερηφάνεια, ενθουσιασμό και αέρια.
Το πρώτο μου πόστο ήταν τροχονόμος. Απευθείας στην καρδιά του εγκλήματος. Παράνομα παρκαρίσματα, παραβιάσεις κόκκινου σηματοδότη ή, ακόμα χειρότερα, καμένο πίσω φανάρι. Αυτοί οι εγκληματίες της ασφάλτου δεν ξέφευγαν από το άγρυπνο βλέμμα μου.
Γρήγορα οι ανώτεροί μου κατάλαβαν τι σπουδαία καριέρα ήμουν προορισμένος να ακολουθήσω και με μετέθεσαν στα ΜΑΤ. Τίποτα δεν είχα θελήσει περισσότερο στη ζωή μου από το να αποκαθιστώ την τάξη όπου διασαλεύεται από τους παρίες αυτής της χώρας. Αυτούς που συναντούσα, όταν μαζί με τα παιδιά προτάσσαμε τα στήθια μας απέναντι στα πιο επικίνδυνα κομμάτια της κοινωνίας μας: Συνταξιούχοι, ΑΜΕΑ, ο 90χρονος Γλέζος. Μόνο οι μαθητές μας ξέφυγαν. Ευτυχώς φρόντισε ο Επαμεινώνδας γι’ αυτούς.
Δεν άργησα να σκαρφαλώσω στην ιεραρχία και να μετατεθώ στην ασφάλεια, σε ένα πόστο αιχμής: undercover ντελιβεράς, υπεύθυνος να ανιχνεύω ύποπτες συμπεριφορές στα σπίτια που παρέδιδα παραγγελία. Mε μία κρυφή εξειδίκευση. Τόσο κρυφή, που τη γνώριζε μόνο ο προϊστάμενος μου και μερικά κεφάλια της ασφάλειας: Να εντοπίζω τους φοιτητές που, επηρρεασμένοι από τα munchies της κάνναβης, έπαιρναν delivery.. Σιχαμερά μιάσματα που με την κατανάλωση αυτού του κατάπτυστου ναρκωτικού έκαναν έρωτα με περισσότερο πάθος, χαλάρωναν με ηλίθιες ταινίες ή απλα άραζαν στον καναπέ. Αυτές οι γιάφκες της ακολασίας έπρεπε να εκλείψουν. Διασάλευαν τα χρηστά ήθη.
Eκείνο το βράδυ, το ένιωθα. Ήμουν κοντά σε κάτι μεγάλο. Αυτή η αίσθηση λαγωνικού που είχα αποκομίσει από τα χρόνια μου στην υπηρεσία, σπάνια με γελούσε. Η μυρωδιά της ασφάλτου, η γλυκιά μυρωδιά της επιτυχίας και η μυρωδιά της πίτσας που κρατούσα καθώς ανέβαινα τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Κλασική φοιτητική πολυκατοικία. Ήρεμη φαινομενικά, που μόνο έμπειροι αστυνομικοί σαν εμένα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν τα μυστικά της.
Φτάνοντας στον όροφο, χτύπησα το κουδούνι. Από το εσωτερικό του διαμερίσματος, διαισθάνθηκα την αναστάτωση. Ανασκουμπώθηκα κι έβαλα το χέρι μου μέσα από το μπουφάν. Όταν ακούμπησα το ψυχρό μέταλλο του πιστολιού μου, ηρέμησα. Πάντα ήταν το αποκούμπι μου σε δύσκολες στιγμές. Ο θεός δεν με είχε προικίσει με μεγάλο πουλί αλλά τουλάχιστον μου χάρισε μια νόμιμη άδεια οπλοφορίας. Ένας νεαρός γύρω στα 25, μου άνοιξε την πόρτα. Στην αρχή, μου φάνηκε κουρασμένος. Πιθανώς, τα παιδιά να ξενυχτούσαν διαβάζοντας. Αλλά το ένστικτό μου δεν εφησύχαζε. Κάτι άλλο πίστευα ότι γινόταν σ΄αυτό το σπίτι.
Και τότε μου ήρθε. Αυτή η μυρωδιά καπνού, κάνναβης και κάτουρου. Μα γιατί συνέχιζαν να πίνουν κατουρημένο Αλβανό; Aυτά ήταν τα κακά της παγκοσμιοποίησης. Ανοίξαμε τα σύνορα και γεμίσαμε μαύρους, αλβανούς και χόρτο β’ διαλογής.
Είδα τρόμο στα μάτια του. Γνώριζα αυτό το βλέμμα. Βλέμμα απόγνωσης για την αδυναμία να κρύψει την εγκληματική του δράση. Αντέδρασα αστραπιαία. Πέταξα την πίτσα, έβγαλα το πιστόλι, με το ένα χέρι τον κόλλησα στον τοίχο -μα τι ωραίο κωλαράκι που είχε- και με το άλλο έστρεψα το πιστόλι προς το σαλόνι και διέταξα τους υπόλοιπους να βγουν έξω.
Σαν τις βρεγμένες γάτες ήρθαν προς το μέρος μου. Ξεκίνησα δείχνοντας τους το σήμα μου. Προσωπικά δεν το θεωρούσα απαραίτητο, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο αστυνομικός δεν έχει πια την εξουσία ζωής και θανάτου απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα. Τα δοξασμένα χρόνια του Μεταξά, του Παττακού και του γερμανικού εκσυγχρονισμού είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα ο εγκληματίας έχει δικαιώματα. Τώρα το να είσαι αριστερός δεν είναι έγκλημα. Τώρα είναι η ώρα, ολόκληρη η χώρα ξενυχτά.
Τους κοίταξα με το εξονυχιστικό βλέμμα του έμπειρου λαγωνικού. Κοίταξα τον νεαρό που ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Χρησιμοποίησα το επιχείρημα που είχε λυγίσει τους χειρότερους εγκληματίες που είχα συναντήσει στην καριέρα μου. “Πες μου τι άλλο τρέχει εδώ αλλιώς θα πάρω τηλέφωνο τη μάνα σου”.
Ο μικρός ταράχτηκε. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί μια απειλή τέτοιου μεγέθους. Άρχισε να κλαψουρίζει και να μουρμουρίζει ότι έπρεπε να τελειώσει το μαθηματικό γιατί σπούδαζε ήδη 8 χρόνια, ότι το γκράφιτι δεν ήταν έγκλημα, ότι γαμάει το να τρως ουγγαρέζα μαστουρωμένος. Του έκανα νόημα να σωπάσει. Δεν χρειαζόμουν κάτι παραπάνω. Αιώνιος φοιτητής, γκράφιτι κι αγάπη για τη gourmet κουζίνα. Το προφίλ όλων των μανιακών δολοφόνων της ιστορίας.
Τον ρώτησα που θα βρω το πτώμα. Μου είπε να πάω στο υπόγειο και να ανοίξω την πόρτα της αποθήκης. Μετά άρχισε πάλι να μουρμουρίζει ότι ήταν για την πτυχιακή του κι ότι μια καμπύλη δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Μάλλον δεν ήξερε την Φαίη Σκορδά. Ένιωθα τις καμπύλες της να με σκοτώνουν κάθε πρωί που την έβλεπα στην τηλεόραση.
Αφού κλειδωσα τους στυγερούς εγκληματίες στο διαμέρισμα, πήρα το ασανσέρ για το υπόγειο. Άνοιξα την πόρτα της αποθήκης. Το μόνο που διέκρινα μες στο σκοτάδι ήταν κάποιες γραμμές στο πάτωμα. Ξεραμένο ανθρώπινο αίμα, σκέφτηκα. Πάτησα τον διακόπτη και ο χώρος φωτίστηκε. Στο πάτωμα ήταν ζωγραφισμένοι με γκράφιτι πολλοί ομόκεντροι κύκλοι που το κάλυπταν ολόκληρο. Δεν ήταν ομόκεντροι κύκλοι αυτό που ήταν ζωγραφισμένο στο πάτωμα, αλλά μια τεράστια σπείρα. Μόλις είχα ανακαλύψει την μεγαλύτερη σπείρα των Βαλκανίων!